σατέν — το άκλ. (λ. γαλλ.), είδος υφάσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
σατινένιος — α, ο, Ν [σατινέ / σατέν] ο όμοιος στην αφή με σατέν, απαλός, λείος … Dictionary of Greek
σατινέτα — η, και άκλ. σατινέτ, το, Ν ύφασμα που παράγεται από βαμβάκι 100% κατά τη μέθοδο τού σατέν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satinette (βλ. λ. σατέν)] … Dictionary of Greek
σατινάρω — Ν (ιδίως σχετικά με χαρτί και ύφασμα) καθιστώ κάτι λείο και στιλπνό υποβάλλοντάς το σε επεξεργασία με σάτινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satiner (βλ. λ. σατέν)] … Dictionary of Greek
σατινέ — ο, η, το, Ν άκλ. λείος, στιλπνός («σατινέ χαρτί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satine (βλ. λ. σατέν)] … Dictionary of Greek
ατλάζι — το ιού, πληθ. ια (λ. αραβ.), είδος γυαλιστερού μεταξωτού υφάσματος (σατέν) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σατινάρισμα — το, ατος λείανση και στίλβωση υφάσματος, χαρτιού, φωτογραφίας κτλ., ώστε η επιφάνειά του να γυαλίζει σαν σατέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)