σατέν

σατέν
το, Ν
άκλ. βασική μέθοδος ύφανσης, αλλά και είδος λεπτού, μεταξωτού στην αρχή, αλλά σήμερα και με άλλες ίνες κατασκευαζόμενου υφάσματος με λεία επιφάνεια, που είναι στιλπνή από την καλή όψη και θαμπή από την ανάποδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satin < κινεζ. Zaytūn, ονομασία τού λιμένα εξαγωγής αυτού τού υφάσματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σατέν — το άκλ. (λ. γαλλ.), είδος υφάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • σατινένιος — α, ο, Ν [σατινέ / σατέν] ο όμοιος στην αφή με σατέν, απαλός, λείος …   Dictionary of Greek

  • σατινέτα — η, και άκλ. σατινέτ, το, Ν ύφασμα που παράγεται από βαμβάκι 100% κατά τη μέθοδο τού σατέν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satinette (βλ. λ. σατέν)] …   Dictionary of Greek

  • σατινάρω — Ν (ιδίως σχετικά με χαρτί και ύφασμα) καθιστώ κάτι λείο και στιλπνό υποβάλλοντάς το σε επεξεργασία με σάτινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satiner (βλ. λ. σατέν)] …   Dictionary of Greek

  • σατινέ — ο, η, το, Ν άκλ. λείος, στιλπνός («σατινέ χαρτί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satine (βλ. λ. σατέν)] …   Dictionary of Greek

  • ατλάζι — το ιού, πληθ. ια (λ. αραβ.), είδος γυαλιστερού μεταξωτού υφάσματος (σατέν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σατινάρισμα — το, ατος λείανση και στίλβωση υφάσματος, χαρτιού, φωτογραφίας κτλ., ώστε η επιφάνειά του να γυαλίζει σαν σατέν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”